Κόντιβαν Χριστούϊννα κι τουν μπάρμπα Χρήστου τουν τρώγουνταν γλυκό. Που να βρεί όμους γλυκό ου Έρμους στου χουριό τ. Μόγκι κάθι Πασκαλιά κι Χριστούϊννα έτρουγι απ' αυτά που έφκιανι η Κουσταντούλου η γναίκα τ'.
-Άϊντι μα Κουσταντούλου! Δε θα μας φκιάσς σαραϊλί φέτου;
-Θα σας φκιάσου ρα! Πως δε θα σας φκιάσου! Όπους κάθι χρόνου έτσ κι φέτου κι μιά κι του δουκήθκεις σύρι στου μαγαζί κι φέρει τα υλικά.
Τουν δίν' ένα χαρτί που είχει γραμμένα τα υλικά η Κουσταντούλου κι κίντσει ου Μπάρμπα Χρήστους να ψνείς τα υλικά γιά του γλυκό. Αφού τάφιρι στου σπίτ, κίντσει η Κουσταντούλου κι τόφκιασι του σαραϊλί.
Παραμουνή Χριστουγέννουν κάθουντι στου τραπέζ για φαΐ κι ου Μπάρμπα Χρήστους του μυαλό τ' τούχει στου γλυκό. Είπαν τς ιφχιές, έφαγαν του φαΐ, ήπχιαν κι του κρασί κι έφτασι η ώρα γιά του γλυκό. Ιδώ ου Μπάρμπα Χρήστους σκουλαζμό δεν είχι.
- Εέέ...! Βρέ Χρήστου άφκει κι κάνα κουμάτ για ταχιά που θα ρθούν οι φίλοι σ' να τς κιράσουμι κι αφνούς! Έτσ' που κάμς δε θα απουμείν καντίπουτα κι θ' αντρουπιαστούμι!!
Σταμάτσει ου Μπάρμπα Χρήστους να τρώει κι η Κουσταντούλου παίρ' του γλυκό που απόμκει κι του παέν στουν ουντά που είχι πιό κρυότ γιά να μη χαλάσ'. Τα μισάνυχτα όταν πλάϊασαν όλ'οι σκώνιτει ου Μπαρμπαχρήστους που δεν του είχι χουρτάσ' κι παέν στουν ουντά να φάει λίγου ακόμα. Λίγου ακόμα, άϊντι λίγου ακόμα του σκαπέτσι όλου του Σαραϊλί, χλιάρσι κι του σιουρόπ κι πήγι κι ρουκόθκει πάλι κάτ' απ' τ' βιλέντζα γιά ύπνου.
Τ' χαραή σκώθκει η Κουσταντούλου κι τιργιάσκει γιά ν' ακκλησιά. Φώναξει κι τουν Χρήστου να σιουκθεί αλλά πού ου Μπαρμπαχρήστους. Είχαν κινήσ' κάτ' πουνίδια σν κλοιά κι δεν είχει ντίπ όριξ να σιουκθεί απ΄του κριββάτ.
- Σύρι μόναχ'η μα Κουσταντούλου, μι πουνάει λίγου η κλοιά κι δε θα ρθώ τώραϊα·άμα μι πιράσν τα πουνίδια θα ν'τθώ κι θα ρθώ κι γώ!
Ύστιρα απού κάνα δυό ώρις που γύρτσει απ' ν' ακκλησιά η Κουσταντούλου ακούει τουν Μπάρμπα Χρήστου να σκούζ.
- Α ρα τι έπαθις κι σκούζς;
- Ωχ! Μι πουνάει η κλοιά! Έχου σφαϊό!
Γλέπ κι του ταψί άδειου η Κουσταντούλου στουν ουντά κι τουν βάν τς φουνές.
-Α ρα Ουρζούζκι μι τουν Ουρσούζκους, τόφαεις όλου;
Δεν έκρινι ντιπ ου Μπάρμπαχρήστους. Μόγκι φώναζι << Λέλι...λέλι μι πουνάει η κλοιά>>.
Παίρν' μιά τρανή κιραμίδα η Κουσταντούλου κι τ' βάν απάν στ' σόμπα. Τν πύρουσι καλά κι τουν έβαλι να κάθιτι ουπάν μέχρι να γιερέψ'.
Τα Μπρατίμια ανησύχσαν που δεν τουν είδαν σν' ακκλησιά, γιόρταζι κιόλας κι είπαν:
-Μώρα! Αυτός ήταν μιά χαρά ιχτέ, γιατί δεν φάνκει σν ακκλησιά σήμιρα;
Παέν στου σπίτ να τουν ειδούν κι ρουτούν τ' Κουσταντούλου που τ'βρήκαν σν ιξώπουρτα:
-Πού είνι μα Κουσταντούλου ου Χρήστους;
-Σύρτι,σύρτι μέσα να τουν δείτι τουν έβαλα απάν σν κιραμίδα κι κάθιτι.
Παέν μέσα κι γλέπν τουν Χρήστου απάν σν κιραμίδα.
-Τι είνι ρα Χρήστου; Τι έπαθις;
-Σουπάτι ! Σουπάτι, πήγα κρυφά ιψέ στουν ουντά κι τόφαγα όλου του σαραϊλί. Κι τώρα μ'έβαλι να κάθουμι απάν σν κιραμίδα γιά να μι πιράσν τα πουνίδια!
Ο Ζαλοβίτης
-Άϊντι μα Κουσταντούλου! Δε θα μας φκιάσς σαραϊλί φέτου;
-Θα σας φκιάσου ρα! Πως δε θα σας φκιάσου! Όπους κάθι χρόνου έτσ κι φέτου κι μιά κι του δουκήθκεις σύρι στου μαγαζί κι φέρει τα υλικά.
Τουν δίν' ένα χαρτί που είχει γραμμένα τα υλικά η Κουσταντούλου κι κίντσει ου Μπάρμπα Χρήστους να ψνείς τα υλικά γιά του γλυκό. Αφού τάφιρι στου σπίτ, κίντσει η Κουσταντούλου κι τόφκιασι του σαραϊλί.
Παραμουνή Χριστουγέννουν κάθουντι στου τραπέζ για φαΐ κι ου Μπάρμπα Χρήστους του μυαλό τ' τούχει στου γλυκό. Είπαν τς ιφχιές, έφαγαν του φαΐ, ήπχιαν κι του κρασί κι έφτασι η ώρα γιά του γλυκό. Ιδώ ου Μπάρμπα Χρήστους σκουλαζμό δεν είχι.
- Εέέ...! Βρέ Χρήστου άφκει κι κάνα κουμάτ για ταχιά που θα ρθούν οι φίλοι σ' να τς κιράσουμι κι αφνούς! Έτσ' που κάμς δε θα απουμείν καντίπουτα κι θ' αντρουπιαστούμι!!
Σταμάτσει ου Μπάρμπα Χρήστους να τρώει κι η Κουσταντούλου παίρ' του γλυκό που απόμκει κι του παέν στουν ουντά που είχι πιό κρυότ γιά να μη χαλάσ'. Τα μισάνυχτα όταν πλάϊασαν όλ'οι σκώνιτει ου Μπαρμπαχρήστους που δεν του είχι χουρτάσ' κι παέν στουν ουντά να φάει λίγου ακόμα. Λίγου ακόμα, άϊντι λίγου ακόμα του σκαπέτσι όλου του Σαραϊλί, χλιάρσι κι του σιουρόπ κι πήγι κι ρουκόθκει πάλι κάτ' απ' τ' βιλέντζα γιά ύπνου.
Τ' χαραή σκώθκει η Κουσταντούλου κι τιργιάσκει γιά ν' ακκλησιά. Φώναξει κι τουν Χρήστου να σιουκθεί αλλά πού ου Μπαρμπαχρήστους. Είχαν κινήσ' κάτ' πουνίδια σν κλοιά κι δεν είχει ντίπ όριξ να σιουκθεί απ΄του κριββάτ.
- Σύρι μόναχ'η μα Κουσταντούλου, μι πουνάει λίγου η κλοιά κι δε θα ρθώ τώραϊα·άμα μι πιράσν τα πουνίδια θα ν'τθώ κι θα ρθώ κι γώ!
Ύστιρα απού κάνα δυό ώρις που γύρτσει απ' ν' ακκλησιά η Κουσταντούλου ακούει τουν Μπάρμπα Χρήστου να σκούζ.
- Α ρα τι έπαθις κι σκούζς;
- Ωχ! Μι πουνάει η κλοιά! Έχου σφαϊό!
Γλέπ κι του ταψί άδειου η Κουσταντούλου στουν ουντά κι τουν βάν τς φουνές.
-Α ρα Ουρζούζκι μι τουν Ουρσούζκους, τόφαεις όλου;
Δεν έκρινι ντιπ ου Μπάρμπαχρήστους. Μόγκι φώναζι << Λέλι...λέλι μι πουνάει η κλοιά>>.
Παίρν' μιά τρανή κιραμίδα η Κουσταντούλου κι τ' βάν απάν στ' σόμπα. Τν πύρουσι καλά κι τουν έβαλι να κάθιτι ουπάν μέχρι να γιερέψ'.
Τα Μπρατίμια ανησύχσαν που δεν τουν είδαν σν' ακκλησιά, γιόρταζι κιόλας κι είπαν:
-Μώρα! Αυτός ήταν μιά χαρά ιχτέ, γιατί δεν φάνκει σν ακκλησιά σήμιρα;
Παέν στου σπίτ να τουν ειδούν κι ρουτούν τ' Κουσταντούλου που τ'βρήκαν σν ιξώπουρτα:
-Πού είνι μα Κουσταντούλου ου Χρήστους;
-Σύρτι,σύρτι μέσα να τουν δείτι τουν έβαλα απάν σν κιραμίδα κι κάθιτι.
Παέν μέσα κι γλέπν τουν Χρήστου απάν σν κιραμίδα.
-Τι είνι ρα Χρήστου; Τι έπαθις;
-Σουπάτι ! Σουπάτι, πήγα κρυφά ιψέ στουν ουντά κι τόφαγα όλου του σαραϊλί. Κι τώρα μ'έβαλι να κάθουμι απάν σν κιραμίδα γιά να μι πιράσν τα πουνίδια!
Ο Ζαλοβίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου