Ου Κώτσιους ήταν Ιργουλάβους μπιτατζιής κι είχι κλείσ' μιά καλή δλειά σι ένα χουριό σιαπάν κατ' τ' Σαμαρίνα, μόγκι που του σπίτ' π' θα κινούσι να φκιάσ' δεν είχι άδεια κι ήταν παράνουμου. Η δλειά ήταν κλεισμέν' καλά σι παράδις κι ου Κώτσιους δεν ήθιλνι να τ' χάσ'. Σκέφκει απού δώ σκέφκει απού κεί ου Κώτσιους κι τιλικά βρήκει τ' λύση. Θά έβανι έναν Γύφτου που δεν είχι δλειά στ' μέσ' απ' τ' διαδρουμή Γριβινό-χουριό, ικεί που είχι ένα κιόσκ'ι να κάθιτι όλ' μέρα κι άμα έγλιπι κάνα πιριπολικό να παέν κατ'του χουριό να τουν τραβούσι τηλέφουνου κι να προυφτάσ' να φύγ'ει απ΄τη δλειά,γιά κι να μη τουν πιάσν οι Αστυνουμικοί. Έτσ' κι γίνκει, βρήκι έναν Γύφτου, συμφώντσαν κι στς παράδις αλλά ου Γύφτους ήθιλνι να τουν αγουράσ' κάτ'σαλάμια, τυριά κι ψουμί γιά να μη τουν κόψ' η πείνα όλ' μέρα ικεί που θα παραφύλαγι. Ου κώτσιους δέχ'κει να τουν ψνίσ' κι όπους έφυβγαν γιά την δλειά πέρασαν από ένα Σούπιρ μάρκιτ κι τα πήραν·μόγκι που ου Γύφτους του χάλιψι να τουν αγουράσ' κι μιά Ριτσίνα. Τι να κάμ ου κώτσιους τουν έκαμι του χατήρ κι τουν αγόρασι κι τ' Ριτσίνα. Κίντσαν γιά τ' δλειά τς ου καθένας, ου Κώτσιους γιά του χουριό κι άφκει κι τουν Γύφτου στου κιόσκ' να φλάει.
Πήγι μισμέρ κι κόντιβι δειλνό κι ου Γύφτους πείνασι κι έκατσι να φάει, έστρουσι του μισάλ,έβγαλι τα φαγουλάτα,άνγκσει κι τ' ριτσίνα κι τόστρουσι στου φαγουπότ. Σι λίγου τα πάστριψι όλα τα φαγουλάτα κι ήπιει κι όλην τ' ριτσίνα. Φαγουμένους κι λίγου αντραλιασμένους απ΄τ' ριτσίνα όπους ήταν αλλά κι απ΄τ΄μπρουζιάλα που είχι, βάϊσι δίπλα κι τουν πήρι ου ύπνους.
Κατά τς ουχτώ του βράδ' που ξύπνισι έφιρι λίγου γύρου ικεί κουντά στου κιόσκ'ι κι μόλις πήρι να μουργκίζ΄η μέρα, τράβξι τηλέφουνου τουν Κώτσιου.
-Έλα κώτσιου!!! Ντεν πέρασι κανένα περιπολικό. Έλα να με πάρτς, νυχτών'!
Κι απουλουέτι ου Κώτσιους:
-Κλείσι Μ@λ@κ@! Είμι αυτόφουρου!!!
Ο Ζαλοβίτης.
Πήγι μισμέρ κι κόντιβι δειλνό κι ου Γύφτους πείνασι κι έκατσι να φάει, έστρουσι του μισάλ,έβγαλι τα φαγουλάτα,άνγκσει κι τ' ριτσίνα κι τόστρουσι στου φαγουπότ. Σι λίγου τα πάστριψι όλα τα φαγουλάτα κι ήπιει κι όλην τ' ριτσίνα. Φαγουμένους κι λίγου αντραλιασμένους απ΄τ' ριτσίνα όπους ήταν αλλά κι απ΄τ΄μπρουζιάλα που είχι, βάϊσι δίπλα κι τουν πήρι ου ύπνους.
Κατά τς ουχτώ του βράδ' που ξύπνισι έφιρι λίγου γύρου ικεί κουντά στου κιόσκ'ι κι μόλις πήρι να μουργκίζ΄η μέρα, τράβξι τηλέφουνου τουν Κώτσιου.
-Έλα κώτσιου!!! Ντεν πέρασι κανένα περιπολικό. Έλα να με πάρτς, νυχτών'!
Κι απουλουέτι ου Κώτσιους:
-Κλείσι Μ@λ@κ@! Είμι αυτόφουρου!!!
Ο Ζαλοβίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου