Ήταν κάπουτι ένα ατρόϊνου κι ου άντρας μεσ΄στου σπίτ' δεν έφκιανι καντίπουτα ντιπ. ΄Οτ' κι να τουν είλιγι η γναίκα τ' να φκιάσ' αυτός είλιγι δεν ξέρου, δεν μι κόβ' απ' αυτά, μάστουρας δεν είμι ιγώ, μόγκι απού χουράφια μι κόβ' κι τέτοια.
Μιά μέρα κάηκει η λάμπα σν κάμαρ'η κι τουν είπι η γναίκα τ;
-Άντρα μ', κάηκει η λάμπα σν κάμαρ'η, σύρι να ν' αλλάξς!
-Αφού σ' είπα μα! Δεν ξέρου, δε μι κόβ'απ' αυτά! Τι Ηλικτρουλόγους είμι;
Πέρασαν καμπόσεις μέρες κι γίνκει κι άλλου ζαράλ στου σπίτ. Κίντσει να σταλάζ' η βρύσ' σν κουζίνα κι τουν είπι η γναίκα τ:
-Άντρα μ, η βρύσ' σταλάζ αράδα, δεν κλείν' κι του νιρό φεύγει σιουλνάρ. Τήρα θάρουμ τ' φκιάντς τίπουτα!
-Πάλι θα στου πω μα! Υδραυλικός δεν είμι, δεν μι κόβ' απ' αυτά, φώναξει κάνα μάστουρα να τν φκιάσ'. Μόγκι απού χουράφια ξέρου ιγώ!
Σι λίγις μέρις βγήκι κι άλλου φασούλ. Κνίθκει η κιραία κι χάλασι η εικόνα απ' τν τηλιόρασ' κι έδειχνι μόγκι χιόνια σν ουθόν'. Κι ξανά πάλι τουν είπι η γναίκα τ:
-Άντρα μ, ου αέρας γύρτσει ν' κιραία απ' τν τηλιόρασ' κατ' αλλού κι δεν έχουμι ντιπ εικόνα! Κάμι κάτ' θάρουμ τ' φκιάντς κι γλέπουμι πάλι καλά.
-Καλά δεν καταλαβαίντς μα; Πόσις φουρές θα στου πω; Δεν ξέρου ιγώ απ' αυτά, δε μι κόβ σι λέου! Βρε ένα μάστουρα να τ' σιάξς!
Μιτά απού καμπόσεις μέρις ου άντρας πήγι στα χουράφια γιά δλειά όλ' τ' μέρα κι όταν γύρτσει του βράδ' είδι τ' λάμπα αλλαγμέν', τ' βρύσ' να μη σταλάζ' κι ν' τηλιόρασ' να δείχν τζιάμ.
-Καλά μα γναίκα! Μπόρισεις ισύ κι τάφκιασεις όλα αυτάϊα μαναχιά σ: Μπράβου...μπράβου!
-Αμ πως κι δε τάφκιασα μαναχιά μ! Φώναξα τουν γείτουνα τουν Μ'χάλ κι ήρθι κι τάφκιασει όλα.
-Α! Τουν Σκουντό τουν Μ'χάλ! Μπράβου ..μπράβου! Τουν κέρασις τίπουτα, τουν έδουκις καμμιά παράδα ή τουν έδιουξεις μόλις μπίτσαν οι δλειές!
-Άκσει να σι πώ! Αφού είδει όλα τα ζαράλια που είχαμι σπίτ γιά να τα φκιάσ, μι χάλιψι ένα ταψί λαγγίτις στου πιτμέζ κι να στρέξου να μι φκιάσ' κι μένα του ζαράλ!
-Κι συ μα χαζή, σίγουρα τουν έφκιασεις ακέριου ταψί' λαγγίτις μι πιτμέζ κι δεν τουν βόλιψεις μι κάνα πιάτου!
-Άντρα μ, ούτι ταψί αλλά ούτι πιάτου λαγγίτις μι πιτμέζ τουν έφκιασα!
-Α! Μη μι πείς ότι έστριξεις κι σ' έφκιασι ου Μ'χάλτς του ζαράλ;
-Άμ τι νουμίζς ότ' έφκιασα! Που μι κόβ ιμένα απου λαγγίτις! Έτς κι αλλιώς δεν ήμαν καμιά φουρά Ζαχαρουπλάστσα! Τι καρτιρούσεις να γέν:
Ο Ζαλοβίτης
Μιά μέρα κάηκει η λάμπα σν κάμαρ'η κι τουν είπι η γναίκα τ;
-Άντρα μ', κάηκει η λάμπα σν κάμαρ'η, σύρι να ν' αλλάξς!
-Αφού σ' είπα μα! Δεν ξέρου, δε μι κόβ'απ' αυτά! Τι Ηλικτρουλόγους είμι;
Πέρασαν καμπόσεις μέρες κι γίνκει κι άλλου ζαράλ στου σπίτ. Κίντσει να σταλάζ' η βρύσ' σν κουζίνα κι τουν είπι η γναίκα τ:
-Άντρα μ, η βρύσ' σταλάζ αράδα, δεν κλείν' κι του νιρό φεύγει σιουλνάρ. Τήρα θάρουμ τ' φκιάντς τίπουτα!
-Πάλι θα στου πω μα! Υδραυλικός δεν είμι, δεν μι κόβ' απ' αυτά, φώναξει κάνα μάστουρα να τν φκιάσ'. Μόγκι απού χουράφια ξέρου ιγώ!
Σι λίγις μέρις βγήκι κι άλλου φασούλ. Κνίθκει η κιραία κι χάλασι η εικόνα απ' τν τηλιόρασ' κι έδειχνι μόγκι χιόνια σν ουθόν'. Κι ξανά πάλι τουν είπι η γναίκα τ:
-Άντρα μ, ου αέρας γύρτσει ν' κιραία απ' τν τηλιόρασ' κατ' αλλού κι δεν έχουμι ντιπ εικόνα! Κάμι κάτ' θάρουμ τ' φκιάντς κι γλέπουμι πάλι καλά.
-Καλά δεν καταλαβαίντς μα; Πόσις φουρές θα στου πω; Δεν ξέρου ιγώ απ' αυτά, δε μι κόβ σι λέου! Βρε ένα μάστουρα να τ' σιάξς!
Μιτά απού καμπόσεις μέρις ου άντρας πήγι στα χουράφια γιά δλειά όλ' τ' μέρα κι όταν γύρτσει του βράδ' είδι τ' λάμπα αλλαγμέν', τ' βρύσ' να μη σταλάζ' κι ν' τηλιόρασ' να δείχν τζιάμ.
-Καλά μα γναίκα! Μπόρισεις ισύ κι τάφκιασεις όλα αυτάϊα μαναχιά σ: Μπράβου...μπράβου!
-Αμ πως κι δε τάφκιασα μαναχιά μ! Φώναξα τουν γείτουνα τουν Μ'χάλ κι ήρθι κι τάφκιασει όλα.
-Α! Τουν Σκουντό τουν Μ'χάλ! Μπράβου ..μπράβου! Τουν κέρασις τίπουτα, τουν έδουκις καμμιά παράδα ή τουν έδιουξεις μόλις μπίτσαν οι δλειές!
-Άκσει να σι πώ! Αφού είδει όλα τα ζαράλια που είχαμι σπίτ γιά να τα φκιάσ, μι χάλιψι ένα ταψί λαγγίτις στου πιτμέζ κι να στρέξου να μι φκιάσ' κι μένα του ζαράλ!
-Κι συ μα χαζή, σίγουρα τουν έφκιασεις ακέριου ταψί' λαγγίτις μι πιτμέζ κι δεν τουν βόλιψεις μι κάνα πιάτου!
-Άντρα μ, ούτι ταψί αλλά ούτι πιάτου λαγγίτις μι πιτμέζ τουν έφκιασα!
-Α! Μη μι πείς ότι έστριξεις κι σ' έφκιασι ου Μ'χάλτς του ζαράλ;
-Άμ τι νουμίζς ότ' έφκιασα! Που μι κόβ ιμένα απου λαγγίτις! Έτς κι αλλιώς δεν ήμαν καμιά φουρά Ζαχαρουπλάστσα! Τι καρτιρούσεις να γέν:
Ο Ζαλοβίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου