Ου μπάρμπα Κώτσιους σκώθκει χαραή χαραή πριν λαλίσν οι κουκουταί κι πιρπατώντας στα νύχια τηρούσι να μη κάμ' ρόπουτου κι ξυπνήσν τα κουρτσούλια (Θουμαή κι Διαμαντούλου).
Πήγι στου παχνί κι κίντσει να ιτοιμάζ του γουμάρ γιά να παέν στουν Αχίλλ' στου Γριβινό. Τα κουρτσούλια γκρίνιαζαν απ' τ' ιχτέ κι ήθιλναν να παέν κι αυτά μαζί τ' στουν Αχίλλ' να ψνίνς κάνα ζαχαράτου, καμμιά μαστίχα κι κάνα ψεύτκου μπιλιτζίκ'ι.
Τουν πήραν χαμπάρ' όμους που σκώθκει τ' χαραή γιατί είχαν του νού τα κι σκώθκαν κι αυτά. Κι σι τρίχαν ώρα ήταν χαζίρκα γιά του ταξίδ'. Τι να κάμ κι ου μπάρμπα Κώτσιους δεν μπουρούσι να τα χαλάσ' του χατήρ' κι τα πήρι κι αυτά μαζί τ'. Ανέβασι πανουσάμαρα τ' Διαμαντούλου σαν μ'κρότιρ' κι έβαλι στα καπούλια τ' Θουμαή κι πίσου πιρπατιούντας ου μπάρμπα Κώτσιους, κίντσαν γιά του Γριβινό.
Μιτά απού δγιό ώρις δρόμου έφτασαν στουν Αχίλλ' στου Γριβινό. Έδισι ου μπάρμπα Κώτσιους του γουμάρ' σ'ένα αλμάκ'ι, κίντσει γιά τα ψώνια κι άφκει τα χνούδαλα να φλάγν του γουμάρ. Τα κουρτσούλια πήγαν λίγου παρέκεια που ακούγουνταν φωνές όπ' ήταν ένας Αρκουδιάρς μι ν' Αρκούδα τ', αφού πρώτα τήρσαν καλά του γουμάρ κι έβαλαν σμάδια γιά να μη του χάσν.
Όταν γύρτσαν τα κουρτσούλια μιτά απου κάνα εικουσάλιπτου δεν είδαν του ίδιου του γουμάρ στου ίδιου μέρους, αλλά άλλου κι κίντσαν να κλαίν αράδα. Ήρθι κι ου Μπάρμπα Κώτσιους αφού σκόλασι τα ψώνια τ' κι τα ρουτάει.
-Α! Ρα κουρτσούλια μ', γιατί κλαίτι; Τι επαθέτι; Σας βάρισι κάνας;
-Καγκάνας δεν μας βάρισι παππού, αλλά μας έκλειψαν του γουμάρ κι μας ίφιραν άλλου! Απουλουήθκει η Θουμαή!
- Όχ'ι, του θ'κό μας είνι, κουρίτσι μ'! Λέει ου μπάρμπα Κώτσιους.
- Όχ'ι Παππού, αυτό έχ'ει κι ένα άλλου μκρότιρου πουδάρ κάτ'απ' τν κλοιά που παέν πέρα δώθι!
Κόκαλου ου μπάρμπα Κώτσιους! Που να ιξηγάει στα κουρτσούλια!
Ο Ζαλοβίτης.
Πήγι στου παχνί κι κίντσει να ιτοιμάζ του γουμάρ γιά να παέν στουν Αχίλλ' στου Γριβινό. Τα κουρτσούλια γκρίνιαζαν απ' τ' ιχτέ κι ήθιλναν να παέν κι αυτά μαζί τ' στουν Αχίλλ' να ψνίνς κάνα ζαχαράτου, καμμιά μαστίχα κι κάνα ψεύτκου μπιλιτζίκ'ι.
Τουν πήραν χαμπάρ' όμους που σκώθκει τ' χαραή γιατί είχαν του νού τα κι σκώθκαν κι αυτά. Κι σι τρίχαν ώρα ήταν χαζίρκα γιά του ταξίδ'. Τι να κάμ κι ου μπάρμπα Κώτσιους δεν μπουρούσι να τα χαλάσ' του χατήρ' κι τα πήρι κι αυτά μαζί τ'. Ανέβασι πανουσάμαρα τ' Διαμαντούλου σαν μ'κρότιρ' κι έβαλι στα καπούλια τ' Θουμαή κι πίσου πιρπατιούντας ου μπάρμπα Κώτσιους, κίντσαν γιά του Γριβινό.
Μιτά απού δγιό ώρις δρόμου έφτασαν στουν Αχίλλ' στου Γριβινό. Έδισι ου μπάρμπα Κώτσιους του γουμάρ' σ'ένα αλμάκ'ι, κίντσει γιά τα ψώνια κι άφκει τα χνούδαλα να φλάγν του γουμάρ. Τα κουρτσούλια πήγαν λίγου παρέκεια που ακούγουνταν φωνές όπ' ήταν ένας Αρκουδιάρς μι ν' Αρκούδα τ', αφού πρώτα τήρσαν καλά του γουμάρ κι έβαλαν σμάδια γιά να μη του χάσν.
Όταν γύρτσαν τα κουρτσούλια μιτά απου κάνα εικουσάλιπτου δεν είδαν του ίδιου του γουμάρ στου ίδιου μέρους, αλλά άλλου κι κίντσαν να κλαίν αράδα. Ήρθι κι ου Μπάρμπα Κώτσιους αφού σκόλασι τα ψώνια τ' κι τα ρουτάει.
-Α! Ρα κουρτσούλια μ', γιατί κλαίτι; Τι επαθέτι; Σας βάρισι κάνας;
-Καγκάνας δεν μας βάρισι παππού, αλλά μας έκλειψαν του γουμάρ κι μας ίφιραν άλλου! Απουλουήθκει η Θουμαή!
- Όχ'ι, του θ'κό μας είνι, κουρίτσι μ'! Λέει ου μπάρμπα Κώτσιους.
- Όχ'ι Παππού, αυτό έχ'ει κι ένα άλλου μκρότιρου πουδάρ κάτ'απ' τν κλοιά που παέν πέρα δώθι!
Κόκαλου ου μπάρμπα Κώτσιους! Που να ιξηγάει στα κουρτσούλια!
Ο Ζαλοβίτης.
Φίλε δεν παίζεσαι.
ΑπάντησηΔιαγραφή