Ου Έρμους ου μπάρμπα Μήτσιους έχασι τ' μπάμπου τ' πριν απ' ένα χρόνου κι κακουπιρνούσι μι τ' νύφ' στου σπίτ'! Η νύφ' όλου τουν χούϊαζι, δεν τουν ήθιλνι ντιπ στου σπίτ' κι ήθιλνι να τουν ξικάμ μιά ώρα αρχήτιρα. Όταν έρχουνταν όμους στου σπίτ, του βράδ' απ' του μαντρί ου γιός τ ου Γιώρτς, η νύφ' έκαμι ν' καλή κι ήταν όλου γλύκις.
-Πείνασις πατέρα; Δίψασις πατέρα; Ντύσ' πατέρα,να μη πλιβριτουθείς! Όλου γλυκόλουγα είλιγι γιά να τα ακούει ου Γιώρτς.
Μόλις έφυβγει ου Γιώρτς στου μαντρί, κινούσι πάλι.
-Να ξιπατουθείς, δε σ' αντέχου άλλου παλιόγιρι! Να γέντς αντάρα, να ησυχάσου! Γιατί δεν πιθαίντς; Τι θέλτς κι ζας ακόμα; Κι άλλα πουλλά!
Έκατσι κι σκέφκει ου Μπάρμπα Μήτσιους ότι δεν γένιτι δλειά έτσ' κι σκαρφίσκει ένα μουραφέτ. Επισι καταή όξου απ' του σπίτ' μιά χαραή μόλις έφυγι ου Γιώρτς για του μαντρί κι έκαμι ότι πιθαίν' κι κίντσει να σκούζ.
-Έλα Μήτσιινα να μι πάρτς, θα μι φάει η νύφ'·κι κίντσει να κατηγουράει τ' Γιώργινα!
Η Γιώργινα γιά να μη μάθ' η γειτουνιά αυτά που γένουνταν πήρι μιά κουβέρτα τουν σκιόπασι γιά να μη ακούειτι κι' έσκουζει πιό δυνατά απ' τουν μπάρμπα Μήτσιου.
-Ιίίί!!Ιλάτι να ιδείτι τι λέι ου πατέρας, έχασι απού μυαλό κι λέει χαζουκουβέντις! Λέι ότι ιγώ θέλου να τουν πιθάνου! Λέλι μ' τι έπαθα η καϋμένη μ, θα τ' ακούσ κι ου Γιώρτς του βράδ' θα τουν πστέψ κι θα μι σφάξ στουν κατώφλιου!
Μαζώχκαν πουλλές γναίκις γύρου απ' τουν μπάρμπα Μήτσιου κι τηρούσαν.Ήρθι κι η Πανάϊου η γειτόντσα κι λέει.
-Αφκήτι τουν στη μένα! Ιγώ θα καταλάβου άμα έχασι απου μυαλό! Τραβάει ν' κουβέρτα κι τουν ρουτάει.
-Ω Μήτσιου τι φκιάντς;
-Ν' τυφλαμάρα μ' ν' κακιά φκιάνου! Πιθαίνουυυ! Ιέλα Μήτσιινα να μι πάρτς! Γλέπου τουν Χάρου μι τν κουσιά νάρχιτι!
-Δε μ' αγρουνίζς ιμένα ρα Μήτσιου;
-Ποιά είσι ισύ μα; Ιίί...ισύ είσι μα Πανάϊου;
-Είδιτι που μι αγρώντσει! Ιγώ είμι Μήτσιου! Πως μι δουκήθκεις;
-Ισένα δε θα δουκ'ηθώ κάψου Πανάϊου, που σι ΠΛΑΚΟΥΝΑ σν αχυρώνα!
- Ούι!!!! Καλά λέει η Γιώργινα ότ' έχασι απου μυαλό! Γναίκις σκιουπάστιτουν τόχασι ντιπ κι δεν ξέρ τι λέει! Έσκουζι η Πανάϊου κατακόκκιν'η!
Ο Ζαλοβίτης.
-Πείνασις πατέρα; Δίψασις πατέρα; Ντύσ' πατέρα,να μη πλιβριτουθείς! Όλου γλυκόλουγα είλιγι γιά να τα ακούει ου Γιώρτς.
Μόλις έφυβγει ου Γιώρτς στου μαντρί, κινούσι πάλι.
-Να ξιπατουθείς, δε σ' αντέχου άλλου παλιόγιρι! Να γέντς αντάρα, να ησυχάσου! Γιατί δεν πιθαίντς; Τι θέλτς κι ζας ακόμα; Κι άλλα πουλλά!
Έκατσι κι σκέφκει ου Μπάρμπα Μήτσιους ότι δεν γένιτι δλειά έτσ' κι σκαρφίσκει ένα μουραφέτ. Επισι καταή όξου απ' του σπίτ' μιά χαραή μόλις έφυγι ου Γιώρτς για του μαντρί κι έκαμι ότι πιθαίν' κι κίντσει να σκούζ.
-Έλα Μήτσιινα να μι πάρτς, θα μι φάει η νύφ'·κι κίντσει να κατηγουράει τ' Γιώργινα!
Η Γιώργινα γιά να μη μάθ' η γειτουνιά αυτά που γένουνταν πήρι μιά κουβέρτα τουν σκιόπασι γιά να μη ακούειτι κι' έσκουζει πιό δυνατά απ' τουν μπάρμπα Μήτσιου.
-Ιίίί!!Ιλάτι να ιδείτι τι λέι ου πατέρας, έχασι απού μυαλό κι λέει χαζουκουβέντις! Λέι ότι ιγώ θέλου να τουν πιθάνου! Λέλι μ' τι έπαθα η καϋμένη μ, θα τ' ακούσ κι ου Γιώρτς του βράδ' θα τουν πστέψ κι θα μι σφάξ στουν κατώφλιου!
Μαζώχκαν πουλλές γναίκις γύρου απ' τουν μπάρμπα Μήτσιου κι τηρούσαν.Ήρθι κι η Πανάϊου η γειτόντσα κι λέει.
-Αφκήτι τουν στη μένα! Ιγώ θα καταλάβου άμα έχασι απου μυαλό! Τραβάει ν' κουβέρτα κι τουν ρουτάει.
-Ω Μήτσιου τι φκιάντς;
-Ν' τυφλαμάρα μ' ν' κακιά φκιάνου! Πιθαίνουυυ! Ιέλα Μήτσιινα να μι πάρτς! Γλέπου τουν Χάρου μι τν κουσιά νάρχιτι!
-Δε μ' αγρουνίζς ιμένα ρα Μήτσιου;
-Ποιά είσι ισύ μα; Ιίί...ισύ είσι μα Πανάϊου;
-Είδιτι που μι αγρώντσει! Ιγώ είμι Μήτσιου! Πως μι δουκήθκεις;
-Ισένα δε θα δουκ'ηθώ κάψου Πανάϊου, που σι ΠΛΑΚΟΥΝΑ σν αχυρώνα!
- Ούι!!!! Καλά λέει η Γιώργινα ότ' έχασι απου μυαλό! Γναίκις σκιουπάστιτουν τόχασι ντιπ κι δεν ξέρ τι λέει! Έσκουζι η Πανάϊου κατακόκκιν'η!
Ο Ζαλοβίτης.
εμ τι ήθελνε και τολιγι κι αυτος ου καψερος!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔουκήθκεις ;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή