Η Μπάμπου η Γιώργινα αγόρασι έναν τρανό τινικέ λάδ'ι (Δικαϊξάκιλου). Δεν μπουρούσι όμους η Ιρμάδα να του σ'κών κι να ρίχν μες τν κατσαρόλα ή στου τηγάν γιά να φκιάν του φαΐ ή να τσιγαρίζ τίπουτα. Κανα δυό φουρές που δουκίμασι παλιά μι άλλουν τινικέ να τουν σ'κώσ' κι να ρίξ μεσ' του φαΐ τ' χύνουνταν καταή κι έφκιανι ανίλα τα σαΐζματα στου μαειριό. Πιδεύουνταν ύστιρα κι σφούγζει αράδα κι του πάτουμα. Είδι κι απόειδι η χριστιανή ότι δεν γένουνταν δλειά έτσ' κι χάλιψι απ' τουν Πάππου τουν Μ'χάλ να τ' βουηθήσ'.
-Έλα ρα Μ'χάλ να αδειάσουμι απ' τουν κινούργιου τινικέ στου μ'κρότιρου πιντάκιλου να μπουρώ να του σ'κώνου κι να βάνου στου φαΐ κι στ σαλάτα όταν χράζιτι. Μπιζέρτσα να σφουγγίζου αυτό που μι πέφτ' καταή στου μαειριό.
Πήγαν στου κατώι τς Γιώργινας π' δεν είχι φέξ άφκαν τ' θύρα ανοιχτή γιά να γλέπν λίγου, έβαλαν κι οι δυό τα ματουϊάλια μι του βρακουλάστιχου στου κιουφάλ να μη τς πέσν καταή κι αρχίντσαν τ' μιτάγγισ'.
-Τσάκου μωρ' Γιώργινα ισύ του χνί κι ιγώ ν' αδειάζου! Λέει ου Μ'χάλτς.
Σ'κών' τουν τρανό τινικέ ου Μ'χάλτς κι κινάει να αδειάζ' στου χνί που κρατούσι η Γιώργινα. Έρ'χνι ου Μ'χάλτς αράδα μεσ' του χνί κι δεν πήραν χαμπάρ' ότι γιόμσει του πιντάκιλου κι χύνουνταν απ' όξου. Όταν ου Μχάλτς άρχισι να καταλαβαίν τουν τινικέ να αλαφραίν' στου χέρι τ, λέει στ' Γιώργινα.
-Ε μουρή Γιώργινα! Μκρό -μκρό του πιντάκιλου αλλά θα του πάρ όλου του λάδ' μέσα!
Ο Ζαλοβίτης.
-Έλα ρα Μ'χάλ να αδειάσουμι απ' τουν κινούργιου τινικέ στου μ'κρότιρου πιντάκιλου να μπουρώ να του σ'κώνου κι να βάνου στου φαΐ κι στ σαλάτα όταν χράζιτι. Μπιζέρτσα να σφουγγίζου αυτό που μι πέφτ' καταή στου μαειριό.
Πήγαν στου κατώι τς Γιώργινας π' δεν είχι φέξ άφκαν τ' θύρα ανοιχτή γιά να γλέπν λίγου, έβαλαν κι οι δυό τα ματουϊάλια μι του βρακουλάστιχου στου κιουφάλ να μη τς πέσν καταή κι αρχίντσαν τ' μιτάγγισ'.
-Τσάκου μωρ' Γιώργινα ισύ του χνί κι ιγώ ν' αδειάζου! Λέει ου Μ'χάλτς.
Σ'κών' τουν τρανό τινικέ ου Μ'χάλτς κι κινάει να αδειάζ' στου χνί που κρατούσι η Γιώργινα. Έρ'χνι ου Μ'χάλτς αράδα μεσ' του χνί κι δεν πήραν χαμπάρ' ότι γιόμσει του πιντάκιλου κι χύνουνταν απ' όξου. Όταν ου Μχάλτς άρχισι να καταλαβαίν τουν τινικέ να αλαφραίν' στου χέρι τ, λέει στ' Γιώργινα.
-Ε μουρή Γιώργινα! Μκρό -μκρό του πιντάκιλου αλλά θα του πάρ όλου του λάδ' μέσα!
Ο Ζαλοβίτης.
Τέλειο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως όλα τα σαββατιάτικα τέλειο !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή