Κατά τ' δικαϊτία του ιξήντα κίντσει πουλύς κόζμους να παέν στ' Γιρμανία γιά να βρεί δλειά. Κίντσει κι ου Κώτσιους που ήταν Μαραγκός στα θκά μας τα χουριά, όπ' έφτιανει κάνα κριββάτ' κι καμμιά μισάντρα. Δλειά δεν είχι πουλύ ου Σκουντός, παράδις δεν στάβρουνει κι ήταν νηστκός τς πλιότιρις μέρις. Κι έτσ' μιά μέρα μι τα πουλλά έφτασι κι αυτός στ' Γιρμανία·αλλά απου Γιρμανικά καντίπουτα ντίπ, μόγκι Ιλληνικά κι αυτά χουριάτκα. Όλου ρουτούσει ου Έρμους τς αλλ' τς χουριανοί πως θα πεί του ένα κι πως θα πεί τ' άλλου. Πουλύ δύσκουλ' ήταν η συνιννόησ', όλου στα μούτα κι μι νουήματα.
Μιά μέρα ικεί που κάθουνταν πέρασει απου μπρουστά τ' μιά καλούτσκια Γιρμανίδα. Τουν γιάλτσει τουν Κώτσιου κι σιούκοσει του χέρ' κατά σιαπάν κι ν' είπι καλημέρα. Ικείν' κατάλαβει ότι ου Κώτσιους τ' χιρέτσει κι τουν έρξει ένα χαμόγιλου που έκαμει τουν Κώτσιου να πάρ' ουπανουτιό τ'. Αυτό γένουνταν κάθι μέρα όταν πιρνούσει απ' ικείν τ' στράτα η Γιρμανίδα. Τ' χιριτούσει ου Κώτσιους, χαμουγιλούσει αυτή αλλά κουβέντα ντιπ. Μιά μέρα σκέφκει ξανασκέφκει ου Κώτσιους κι είπι μαναχός τ.
- Αυτήνια η καλούτσκια η Γιρμανίδα γιά να μι χιριτάει κάθι μέρα κι να μι χαμουγιλάει όπουτι μι γλέπ, πρέπ' να μι θέλ ιμένα! Ταχιά που θα ν' ανταμώσου πάλι θα τ' ζουγραφίσου σ' ένα χαρτί ένα αμάξ' κι ένα πάρκου κι μι νουήματα θα ν' πώ να πάμι βόλτα μαζί. Να ιδώ τι θα μι πεί!
΄Ετσ' κι γίνκει. Ν' άλλ' μέρα, ανταμώθκαν, χιριτήθκαν στα μούτα πάλι κι βγάν ου Κώτσιους του χαρτί όπ' είχι ζουγραφζμένου ένα αμάξ κι ένα πάρκου κι μι νουήματα ν' έδουκι να καταλάβ τι ήθιλνι. Η Γιρμανίδα έστριξει κι πήγαν βόλτα στου πάρκου, τηριούνταν κι συνουνουούνταν μι νουήματα κι πόριψαν μιά χαρά. Ν' άλλ' μέρα ου Κώτσιους που ν' αντάμουσει τ' ζουγράφσει ένα τραπέζ μι πιάτα κι μι νουήματα πάλι ν' έδουκει να καταλάβ ότι ήθιλνι να παέν γιά φαΐ μαζί. Η Γιρμανίδα τουν κατάλαβει, κούντσει του κιουφάλ κατά σιακάτ κι πήγαν του βράδ κι έφαγαν αντάμα! Μιτά απού κανα δυό μέρις που ανταμώθκαν κι χιριτήθκαν πάλι στα μούτα, ου Κώτσιους τ' ζουγράφσει στου χαρτί μιά κιθάρα, ένα μπουζούκ'ι κι ένα τραπέζ κι μι νουήματα πάλι ν' είπι να παέν να γλιντήσν. Ικείν' κούντσει του κιουφάλ πάλι κατά σιακάτ κι πήγαν του βράδ' σι μιά Ιλληνικιά ταβέρνα οπ' πόριψαν πάλι μιά χαρά. Όταν πήραν τουν δρόμου γιά να γυρίσν στα σπίτια τς, η Γιρμανίδα πήρι ένα χαρτί, ζουγράφσει ένα κριββάτ κι τόδουκει στουν Κώτσιου. Αυτός του πήρει, του τήρσει κι είπι απού μέσα τ':
- Α! Ρα ν' Κιερατένια τ' Γιρμανίδα, ιγώ θαρούσα ότι είνι λίγου μ'σόχαζ' αλλά αυτή έχ'ει μυαλό ξουράφ' μι φαίνιτει! Απουρώ από που κατάλαβει ότι ιγώ είμι Μαραγκός κι φκιάνου κριββάτχια, αφού δε ν' είπα καμμιάφουρα τι δλειά φκιάνου; Ν' καληνύχτσει ου Κώτσιους κι πήγει στου σπίτ κι πλάϊασει.
Πέρασαν πουλλά χρόνια κι ου Κώτσιους δε ν' είδει τ' Γιρμανίδα απ' τ' ικείνου του βράδ'. Ου Κώτσιους όμους ακόμα σκίζ του κιουφάλι τ κι δεν μπουρεί να καταλάβ'ει, πως ικείν' η Γιρμανίδα ήξιρνει τι δλειά έφκιανει αυτός, όταν ήταν παλιά σν Ιλλάδα;
Ο Ζαλοβίτης
Μιά μέρα ικεί που κάθουνταν πέρασει απου μπρουστά τ' μιά καλούτσκια Γιρμανίδα. Τουν γιάλτσει τουν Κώτσιου κι σιούκοσει του χέρ' κατά σιαπάν κι ν' είπι καλημέρα. Ικείν' κατάλαβει ότι ου Κώτσιους τ' χιρέτσει κι τουν έρξει ένα χαμόγιλου που έκαμει τουν Κώτσιου να πάρ' ουπανουτιό τ'. Αυτό γένουνταν κάθι μέρα όταν πιρνούσει απ' ικείν τ' στράτα η Γιρμανίδα. Τ' χιριτούσει ου Κώτσιους, χαμουγιλούσει αυτή αλλά κουβέντα ντιπ. Μιά μέρα σκέφκει ξανασκέφκει ου Κώτσιους κι είπι μαναχός τ.
- Αυτήνια η καλούτσκια η Γιρμανίδα γιά να μι χιριτάει κάθι μέρα κι να μι χαμουγιλάει όπουτι μι γλέπ, πρέπ' να μι θέλ ιμένα! Ταχιά που θα ν' ανταμώσου πάλι θα τ' ζουγραφίσου σ' ένα χαρτί ένα αμάξ' κι ένα πάρκου κι μι νουήματα θα ν' πώ να πάμι βόλτα μαζί. Να ιδώ τι θα μι πεί!
΄Ετσ' κι γίνκει. Ν' άλλ' μέρα, ανταμώθκαν, χιριτήθκαν στα μούτα πάλι κι βγάν ου Κώτσιους του χαρτί όπ' είχι ζουγραφζμένου ένα αμάξ κι ένα πάρκου κι μι νουήματα ν' έδουκι να καταλάβ τι ήθιλνι. Η Γιρμανίδα έστριξει κι πήγαν βόλτα στου πάρκου, τηριούνταν κι συνουνουούνταν μι νουήματα κι πόριψαν μιά χαρά. Ν' άλλ' μέρα ου Κώτσιους που ν' αντάμουσει τ' ζουγράφσει ένα τραπέζ μι πιάτα κι μι νουήματα πάλι ν' έδουκει να καταλάβ ότι ήθιλνι να παέν γιά φαΐ μαζί. Η Γιρμανίδα τουν κατάλαβει, κούντσει του κιουφάλ κατά σιακάτ κι πήγαν του βράδ κι έφαγαν αντάμα! Μιτά απού κανα δυό μέρις που ανταμώθκαν κι χιριτήθκαν πάλι στα μούτα, ου Κώτσιους τ' ζουγράφσει στου χαρτί μιά κιθάρα, ένα μπουζούκ'ι κι ένα τραπέζ κι μι νουήματα πάλι ν' είπι να παέν να γλιντήσν. Ικείν' κούντσει του κιουφάλ πάλι κατά σιακάτ κι πήγαν του βράδ' σι μιά Ιλληνικιά ταβέρνα οπ' πόριψαν πάλι μιά χαρά. Όταν πήραν τουν δρόμου γιά να γυρίσν στα σπίτια τς, η Γιρμανίδα πήρι ένα χαρτί, ζουγράφσει ένα κριββάτ κι τόδουκει στουν Κώτσιου. Αυτός του πήρει, του τήρσει κι είπι απού μέσα τ':
- Α! Ρα ν' Κιερατένια τ' Γιρμανίδα, ιγώ θαρούσα ότι είνι λίγου μ'σόχαζ' αλλά αυτή έχ'ει μυαλό ξουράφ' μι φαίνιτει! Απουρώ από που κατάλαβει ότι ιγώ είμι Μαραγκός κι φκιάνου κριββάτχια, αφού δε ν' είπα καμμιάφουρα τι δλειά φκιάνου; Ν' καληνύχτσει ου Κώτσιους κι πήγει στου σπίτ κι πλάϊασει.
Πέρασαν πουλλά χρόνια κι ου Κώτσιους δε ν' είδει τ' Γιρμανίδα απ' τ' ικείνου του βράδ'. Ου Κώτσιους όμους ακόμα σκίζ του κιουφάλι τ κι δεν μπουρεί να καταλάβ'ει, πως ικείν' η Γιρμανίδα ήξιρνει τι δλειά έφκιανει αυτός, όταν ήταν παλιά σν Ιλλάδα;
Ο Ζαλοβίτης
χαχα μπραβου στουν γκοτσιου
ΑπάντησηΔιαγραφή